Η Espresso, ανεξάρτητα με τη δημοσιογραφική της αντίληψη, απετέλεσε εκδοτική έκπληξη. Προσπάθησε να είναι κοντά στο πνεύμα και στο ύφος των αγγλικών ταμπλόιντ (βέβαια τα εκδοτικά μεγέθη δεν έναν συγκρίσιμα). Τα κορίτσια τού μεταφραστικού ακόμα θυμούνται να διαβάζουν τις βρετανικές ταμπλόιντ σε ένα γραφείο «άβολο», να κολλάνε κίτρινα post-it πάνω στα θέματα των ξένων εφημερίδων με μεταφρασμένους τους τίτλους, για να δει ο διευθυντής (Γιάννης Λάβδας) τη διάταξη τους στις σελίδες. Είχε «αεράτο» κασέ, μεγάλες φωτογραφίες, σύντομα κείμενα στα «μικρά» ρεπορτάζ, αλλά και εκτενείς παρουσιάσεις γεγονότων ή προσώπων κατά το πρότυπο των περιοδικών λάιφσταϊλ. Πολλά από τα πρώτα κείμενα της εφημερίδας ήταν χιλιάδων λέξεων, σε αντίθεση με τα τωρινά που είναι κυρίως 250άρια -300άρια.
Η εφημερίδα έδωσε έμφαση σε τρεις τομείς:
- στο ελεύθερο ρεπορτάζ, με επικεφαλής τον Αντώνη Σρόιτερ και με μια ομάδα συντακτών που «έτρεχε» πολύ και συχνά έβγαζε αποκλειστικότητες,
- στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ (με την ευρύτερη έννοια του όρου «καλλιτεχνικό») και
- στο τμήμα των Διεθνών, που ήταν από τα πολυπρόσωπα του ελληνικού Τύπου, με καλές πένες, ευρέως γλωσσομαθείς συντάκτριες και συντάκτες, που καθημερινά σάρωναν τον ξένο Τύπο και τα διεθνή πρακτορεία, διάβαζαν δεκάδες σελίδες και έψαχναν εξονυχιστικά για να βρουν, να προτείνουν και αναδείξουν θέματα που ξεχώριζαν. Υπήρξε περίοδος, κατά την πρώτη θητεία Φιλιππάκη που τα διεθνή είχαν 10 άτομα. Ήταν λίγο πριν από την κρίση και όταν η εφημερίδα στεγαζόταν στον Περισσό. Η Espresso έχει αλλάξει τέσσερις έδρες: Επικούρου, Περισσός, Τζιτζιφιές, περιοχή Παναθηναϊκού Σταδίου.
Βέβαια, υπήρχε και πολιτικό τμήμα, αλλά με λίγες σελίδες στην παρουσία του, καθώς και μεγαλύτερο αθλητικό.
Επιτυχημένη προσπάθεια
Άσχετα με το είδος της δημοσιογραφίας που υπηρετούσε και υπηρετεί (και δεν ήταν αποκλειστικά γκόσιπ ή σκανδαλοθηρική), η Espresso έκανε από δημοσιογραφική άποψη σωστή δουλειά –και σε καμιά περίπτωση δεν κυκλοφόρησε στο πόδι. Ήταν εξ ολοκλήρου έγχρωμη, ξεσκόνιζε την επικαιρότητα, έψαχνε πολύ όλα τα θέματα που επέλεγε, πρόσεχε τη γλώσσα και «χτένιζε» το ύφος με μια ομάδα από ριράιτερ που ήξεραν καλά ελληνικά και, αν χρειαζόταν, αναμόρφωναν τα κείμενα (ανάμεσά τους και λογογράφος γνωστού πολιτικού, που αργότερα έγινε βουλευτής και υπουργοποιήθηκε), προγραμμάτιζε καθημερινά την έκδοση με συνεχείς συσκέψεις (κάποιες φορές εξαντλητικά πολλές και, ίσως, αχρείαστα επίμονες), είχε πολλούς συντάκτες ύλης που δεν δούλευαν πάντα σε προκασέ, αλλά αν χρειαζόταν σχεδίαζαν για κάθε περίσταση σελίδες, διέθετε αποκλειστικούς φωτορεπόρτερ με σύμβαση εργασίας (πέρα από τη συνεργασία της με φωτοειδησεογραφικά πρακτορεία) και γενικά διέθετε ό,τι είχε εκείνη την εποχή μια φιλόδοξη εφημερίδα για να κοιτάει ψηλά. Και πράγματι, έφτασε ψηλά, με τις κυκλοφορίες των πρώτων χρόνων να κινούνται γύρω στα 30.000 φύλλα ημερησίως, αλλά στην πορεία δεν αποδείχτηκαν αρκετά. Και αυτό γιατί έγινε μια σχετικά ακριβή έκδοση, ίσως και από κάποιες λανθασμένες ή υπερβολικές επιλογές.
Τα ποσοστά ιδιοκτησίας της Espresso ήταν από 50% στις δύο πλευρές, αλλά τη δημοσιογραφική διαχείριση είχε αποκλειστικά η πλευρά Λάβδα-Βογιατζίδη. Η πλευρά Βαρδινογιάννη αντιπροσωπευόταν από ισχυρό στέλεχός της που έδρευε στην Επικούρου και είχε λόγο στα οικονομικά, αλλά και από άλλα στελέχη της στο λογιστήριο. Αρκετά χρόνια μετά, η απόλυτη ιδιοκτησία τής εφημερίδας πέρασε στους Λάβδα-Βογιατζίδη, το 2005 μεταπήδησε στον Όμιλο Φιλιππάκη και πολύ αργότερα περιήλθε στις εκδόσεις τού («όλα τα αγοράζω»!) Κυριακίδη, στα χέρια τού οποίου λίγο έλλειψε να εκπνεύσει. Σώθηκε με την παρέμβαση Φιλιππάκη, από τον οποίο εκδίδεται μέχρι σήμερα –όχι χωρίς προβλήματα, τα οποία άλλωστε ουδέποτε έλειψαν σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής της, άλλοτε πολύ ή λιγότερο έντονα.
Διευθυντής στην αρχή της διαδρομής τής Espresso ήταν ο Γιάννης Λάβδας, διευθυντής σύνταξης ο Παύλος Δημητριάδης, αρχισυντάκτες οι Γιάννης Μηνδρινός, Σταύρος Πασχάκης (αργότερα η διευθυντική ομάδα πλαισιώθηκε και με άλλα στελέχη), επικεφαλής του ελεύθερου ήταν ο Αντώνης Σρόιτερ, του καλλιτεχνικού η Τζώρτζια Συρίχα, του πολιτικού ο Νίκος Στέφος και του αθλητικού ο Μιχάλης Τιγκίρης.
Η Espresso υπήρξε ουσιαστικά η πρώτη ελληνική ταμπλόιντ που προσομοίαζε σε σημαντικό βαθμό στα αγγλικά πρότυπα της λαϊκής εφημερίδας ευρείας απήχησης. Προϋπήρχε η Σταρ, του Γιώργου Τράγκα, αλλά ήταν πολύ μακριά από αυτά τα πρότυπα και κινήθηκε σε χαμηλές κυκλοφορίες.